'Ostrov' - 'Το νησί' του Λουγκίν
Από φόβο μην χάσει την ζωή του τολμά να αφαιρέσει την ζωή του άλλου. Από υπερβολική αγάπη για τον εαυτό του, πυροβολεί τον πλοίαρχο, για να σωθεί ο ίδιος, όπως τον προστάζει το γερμανός αξιωματικός. Ο χτυπημένος πλοίαρχος πέφτει στην θάλασσα.
O θερμαστής σχεδόν αλλόφρων δεν πιστεύει πως πράγματι πάτησε την σκανδάλη.
Ξυπνά πεσμένος μπρούμυτα σ’ ένα λασπότοπο όπου τον βρίσκουν και τον μαζεύουν οι καλόγεροι κάποιου παρακείμενου μοναστηριού.
Γίνεται ο θερμαστής του μοναστηριού. Μέρα νύχτα φτυαρίζει κάρβουνο μένοντας έξω από την Mονή, σ’ ένα μικρό νησί.
Κάθεται πάνω στα κάρβουνα, κοιμάται πάνω στα κάρβουνα, τρώει και πίνει εκεί.
Το βάρος του φόνου είναι αβάσταχτο στην καρδιά του. Δεν τον αφήνει στιγμή ήσυχο. Τον οδηγεί σε ανεξάντλητη μετάνοια και αδιάλειπτο προσευχή.
Δεν συναναστρέφεται τους άλλους μοναχούς από αίσθημα αναξιότητας που του συντρίβει το εγώ. Όχι μόνο τους αποφεύγει, αλλά με κάθε τρόπο προσπαθεί να τους απομακρύνει, να μην ασχολείται κανένας μαζί του. Κάνει χωρατά, φάρσες, μιλά παράξενα και παράλογα, φωνάζει, προσεύχεται τραγουδώντας, παίζοντας, είναι πάντα βρώμικος και ατημέλητος.
Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν όλοι να τον παρεξηγούν και να τον αποφεύγουν. Παραπονούνται διαρκώς στον ηγούμενο για την σκανδαλώδη συμπεριφορά του.
Όμως η συντριβή της καρδιάς του ελκύει την Χάρη του Θεού που του παρέχει χαρίσματα να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων, να θεραπεύει τους ασθενείς, να βλέπει πιο μακριά από το παρόν τους. Το αποτέλεσμα είναι, λίγο λίγο η φήμη του πάτερ Ανατόλιου, να εξαπλώνεται, και από διάφορα μέρη του κόσμου να τον επισκέπτονται άνθρωποι πονεμένοι που ζητούν την βοήθειά του.
Αυτός δεν δείχνει συνήθως το πραγματικό του πρόσωπο. Στους περισσότερους εμφανίζεται ως ο υπηρέτης του αγίου. Ακούει τους ανθρώπους και μετά μπαίνει μέσα σ’ ένα δωμάτιο και κάνει πως τάχα μιλά στον άγιο. Μετά, με άλλη φωνή απαντά στον εαυτό του και βγαίνει έξω να δώσει τις απαντήσεις.
Η χήρα πιστεύει πως άντρας της πέθανε στον πόλεμο, αυτός όμως είναι αιχμάλωτος σ' ένα στρατόπεδο και αργοπεθαίνει.
Στα ποικίλα περιστατικά διαγράφεται η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που προσφεύγουν για βοήθεια ζητώντας ένα θαύμα ή μια προφητεία και μόλις γίνει το θέλημά τους δεν είναι διαθέσιμοι να κάνουν καμιαά υποχώρηση σε ό,τι θεωρούν πολύτιμο και σημαντικό. Η ολιγοπιστία φαίνεται συνυφασμένη με τον φόβο μην χαθεί αυτό που ο άνθρωπος θεωρεί συμφέρον του, είτε αυτό είναι η δουλειά του, είτε τα ζώα του, είτε οι ιδεολογίες του. Όταν ο Ανατόλιος συμβουλεύει την χήρα να πάει στην Γαλλία και να βρει τον άνδρα της που την επισκέφτεται στον ύπνο της γιατί θέλει να την δει πριν πεθάνει, εκείνη δεν μπορεί να υποχωρήσει μπροστά στην ιδέα ότι θα επισκεφτεί ένα καπιταλιστικό κράτος και ότι για να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι θα πρέπει να πουλήσει τα ζώα της.
Και ο πατήρ Ανατόλιος στο τέλος πάντα πονάει. Πονάει τον πόνο της μεγάλης αγάπης που σηκώνει τις αδυναμίες των ανθρώπων. Αυτόν τον πόνο που δεν απελπίζει, αλλά εντείνει την ελπίδα και φωτίζει ακόμα περισσότερο την καρδιά και τον νου.
Όταν ο πάτερ Ιώβ, αγανακτισμένος από την συμπεριφορά του, του εξηγεί γιατί τον αντιπαθεί, ο πάτερ Ανατόλιος ζητά συγχώρεση.
Όταν ο ηγούμενος πηγαίνει να φιλοξενηθεί στο καμαράκι του, ξαπλώνει αφού πρώτα βγάλει τις όμορφες μπότες του και στρώσει την ωραία του κουβέρτα πάνω στη σωρό με τα κάρβουνα. Ο ηγούμενος αισθάνεται πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι έτσι ακριβώς όπως δείχνει. Τον συμπαθεί χωρίς να ξέρει ακριβώς το γιατί. Καταμεσής της νύχτας ο Ανατόλιος κλείνει τον εξαερισμό, αφού σχίσει τις μπότες και τις πετάξει στη φωτιά. Έχει βάλει το μάνταλο στην πόρτα και ο ηγούμενος φοβάται πως θα πεθάνει από ασφυξία από τις αναθυμιάσεις. Σπάει το μάνταλο ο Ανατόλιος, βγαίνουν έξω και αφού χτυπά με μένος τον δαίμονα που είδε να φωλιάζει στην κουβέρτα του ηγουμένου την πετάει στη θάλασσα.
Στην αρχή ο ηγούμενος θυμώνει, αλλά μετά τα κααλαβαίνει όλα.
Είναι η στιγμή που ο π. Ανατόλιος αναρωτιέται γιατί διάλεξε αυτόν ο Θεός να ηγηθεί του μοναστηριού -κατ' ουσίαν. Γιατί αυτόν που έκανε φόνο και νιώθει τόσο δυσώδεις τις αμαρτίες του. Γιατί τον έκανε σχεδόν άγιο.
Προς το τέλος του έργου έρχονται προς αυτόν ένας πατέρας με την δαιμονισμένη κόρη του. Προσευχόμενος ο πάτερ Ανατόλιος εκβάλλει το δαιμόνιο και η γυναίκα θεραπεύεται.
Αποκαλύπτεται πως ο πατέρας του κοριτσιού είναι ο πλοίαρχος που κάποτε είχε πυροβολήσει και που τελικά είχε σωθεί, έχοντας τραυματιστεί ελαφρά στο χέρι.
Η καρδιά του Ανατόλιου, όπως λέει ο ίδιος, την στιγμή εκείνη γεμίζει αγγέλους.
Μετά από αυτό το περιστατικό, που φανερώνει πως "άδικα" τόσα χρόνια θρηνούσε για έναν φόνο που ποτέ δεν έκανε στην πραγματικότητα, δεν αλλάζει σε τίποτα την ζωή του.
Ενώ έβλεπε τόσον καιρό τα μυστικά της ζωής των άλλων, δεν είχε δει μέχρι εκείνη την ώρα πως ο πλοίαρχος ζούσε. Προσευχόταν διακαώς για την ψυχή του τεθνεώτος. Αυτή φαίνεται πως ήταν η αναγκαία πορεία της καρδιάς του. Ο Ανατόλιος, λοιπόν, συνεχίζει, όπως ακριβώς και πριν την αποκάλυψη, τον αγώνα του, την προσευχή του και την μετάνοιά του. Ο ηγούμενος του προτείνει να τον χειροτονήσει μεγαλόσχημο μοναχό. Εκείνος αρνείται.
Έρχεται η ώρα να πεθάνει. Μπαίνει μέσα στο φέρετρο. Ο πατήρ Ιώβ συναισθάνεται πως ο Ανατόλιος ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Και τον ρωτά πώς να ζήσει.
http://animusanimus.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου