2. - ΑΡΗΣ –
Στεκόταν στον κήπο, όταν ένιωσε μια γλυκιά παρουσία να πλησιάζει… ...θλίψη και φόβος γέμισαν τον αέρα γύρω του… γύρισε σιγά και την είδε… Mια κοπέλα με λευκά χέρια…. σαν άγγελος..
Η καρδιά του σκίρτησε από αγάπη.. έσκυψε το κεφάλι και την άφησε να χαϊδέψει τη χαίτη του.. της παραδόθηκε τότε… και όταν την ένιωσε πάνω του προσπάθησε να τιθασεύσει τη δύναμή του… να μη την τρομάξει…
Ξεκίνησε αργά, ένιωθε τη χαρά της, και χαιρόταν κι αυτός, η ανάσα του έβγαινε ζεστή, τρυφερή…
Άκουσε να φωνάζει το όνομά του… ήταν δική του τώρα… θα την προστάτευε ακόμα και με τη ζωή του….
Σ΄ ένα λεπτό, σκοτείνιασαν όλα… άκουσε το φόβο της και σταμάτησε… μα ήταν αργά…
Ο άγγελός του ήταν πεσμένος στο χώμα, με δυο κόκκινα φτερά…. Δεν έβλεπε μπροστά του…. άκουγε τις φωνές, τον κόσμο… μα δεν μπορούσε να κουνηθεί… έμεινε εκεί μέχρι που νύχτωσε και οι αιμάτινες φτερούγες δεν ξεχώριζαν πια…
Ήρθαν και τον πήραν αργά το βράδυ… τους ακολούθησε υπάκουα… από τότε κάθε βράδυ, την περίμενε να΄ ρθεί… δεν κατάλαβε τι έγινε… δεν ήθελε να καταλάβει…
Μέχρι που ένα βράδυ, άκουσε τη φωνή της… τίναξε τη χαίτη του και χλιμίντρησε δυνατά… πόνος πολύς, αβάσταχτος… χωρίς κόπο έριξε το ξύλινο διάζωμα και κάλπασε προς το λιβάδι… έψαχνε να τη βρει… άκουγε την αγωνία της, τη ζωή της να φεύγει….
Για πρώτη φορά ένιωσε το θυμό να διαπερνά τη ράχη του… οι μυώνες του σφίχτηκαν και έσκαβε με τις οπλές του το χώμα…. κόμποι ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του …η ανάσα του φωτιά… ο άγγελός του πέθαινε… το ένιωθε….
Άρχισε τότε ένα τρελό καλπασμό, χωρίς ελπίδα…. Ο θάνατος θα τους έπαιρνε και τους δυο….
Άσπρη αχλή τον τύλιξε… η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά…. όλα χάθηκαν από μπροστά του….
Το φεγγάρι έβγαινε ασημένιο…. Ο Άρης άνοιξε τα μάτια του…. σηκώθηκε αργά, αβέβαια…. στα σκοτεινά νερά του ποταμού.. είδε έναν άντρα με μαύρα μακριά μαλλιά και βλέμμα πιο τρομερό και από άφεγγη νύχτα…. Έκλεισε τα μάτια, και άκουσε την καρδιά της…. ζούσε ακόμα..
Έτρεξε γρήγορα, όσο δεν είχε τρέξει ποτέ… τη βρήκε ξαπλωμένη σε λευκά νεκρικά σεντόνια……..
Ήταν δική του όμως…. κανείς δε θα τολμούσε να την πάρει…. ούτε καν ο θάνατος….την αγκάλιασε και την φίλησε τρυφερά… ένιωσε την αγάπη της και του έφτανε…
Την περίμενε να γυρίσει δουλεύοντας στο κτήμα του πατέρα της….τον λέγανε μοναχικό, γιατί δεν έκανε παρέα με κανένα… μόνο το βράδυ έτρεχε με το Λύκο του στο λιβάδι….
Τη μέρα που θα΄ρχόταν, το΄νιωσε πριν του το πουν….ο αέρας είχε γεμίσει από άρωμα πασχαλιάς…. Ο χειμώνας εγκατέλειπε ηττημένος, μπροστά στην πανέμορφη άνοιξη…
Στάθηκε στην άκρη και περίμενε να τη δει να΄ρχεται…. Επιτέλους… θα ξανάβλεπε τον άγγελό του….
Κατέβηκε από το αυτοκίνητό στο μπράτσο του πατέρα της….
Μια όμορφη κοπέλα, με σκληρό, υπεροπτικό ύφος…. μπόρεσε και νίκησε το πεπρωμένο της, και τώρα περπατούσε με σιγουριά και δύναμη…. μα…εκείνος την είχε εγκαταλείψει…της είπε ότι θα΄ναι δίπλα της…. Μα δεν ήρθε ποτέ….
Ο πατέρας της έκανε πως δεν καταλάβαινε την αλλαγή της… έλπιζε πως εδώ, στην πατρίδα , στο σπίτι τους, θα ξανάβρισκε την αγαπημένη του κόρη… απόψε θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή γι΄αυτήν….τα πρώτα της γενέθλια, μετά από χρόνια, που θα χόρευαν πάλι μαζί….
Η Ελίζα τον κοίταξε και χαμογέλασε…. Για τον πατέρα της και μόνο…έπρεπε να δείχνει χαρούμενη….
Όλο το σπίτι ήταν στολισμένο με πασχαλιές…. Και μόνο ένα μπουκέτο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα στόλιζε το τραπέζι…. Κανείς δεν ήξερε ποιος τά΄στειλε…
Το βράδυ, φίλοι και γνωστοί κατέκλυσαν το εξοχικό για να ξαναδούν την Ελίζα…
Κατέβηκε από τη σκάλα , πανέμορφη στο λευκό της φόρεμα…και όμως τόσο μα τόσο θλιμμένη…
Όλοι θέλανε να χορέψουν μαζί της, μα αυτή κράτησε τον πρώτο χορό για τον πιο αγαπημένο άντρα της ζωής της..που έκλαιγε από χαρά…. Ο γλυκός της πατέρας….δυό χρόνια στην κλινική, ζούσε για μια της κουβέντα….
Μα ήταν ασυνήθιστη σε τόσο κόσμο…. Δεν ήθελε ν΄ακούει ανούσιες κουβέντες…βγήκε στον κήπο της….να ησυχάσει, να σκεφτεί… και τότε…. τον είδε… στις σκιές…έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα, όπως αυτόν στα όνειρά της…. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, δεν μπορεί……..
Τον ακούμπησε στον ώμο…. Ένιωσε τη δύναμή του, και κύματα αγάπης την τύλιξαν…. Ο Άρης γύρισε σιγά, με τ΄ όμορφο κεφάλι του χαμηλωμένο…να μη την τρομάξει….
Την αγκάλιασε, και την κοίταξε τρυφερά…. Δεν μπόρεσε ν΄ αντέξει τη συγκίνηση…έχασε την ισορροπία της….
Την κράτησε σφιχτά πάνω του…. Τα δυνατά του πόδια, στήριξαν το κορμί της….κρατήθηκε από τους ώμους του….και ενώθηκαν σ΄ένα γλυκό, ατέλειωτο φιλί….
Άγγελέ μου, της ψιθύρισε……
Ήταν δική του…..
Πέρα και πάνω από το θάνατο……
RED
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου